κολλῶ

κολλῶ
κολλάω
glue
pres imperat mp 2nd sg
κολλάω
glue
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κολλάω
glue
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κολλάω
glue
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κολλάω
glue
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κολλάω
glue
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολλώ — και κολλάω και κολνώ κόλλησα, κολλήθηκα, κολλημένος 1. ενώνω με κολλητική ουσία δύο ή περισσότερα αντικείμενα, συγκολλώ: Κολλάω χαρτόσημα. 2. συνενώνω, συνδέω: Έδωσα να μου κολλήσουν το μπρίκι. 3. μεταδίδω ασθένεια, μολύνω: Η γυναίκα μου με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — κολλάω / κολλώ, κόλλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασυγκολλώ — κολλώ πάνω σε κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • γραμματοσημαίνω — κολλώ γραμματόσημο σε γράμματα ή άλλα αντικείμενα που ταχυδρομώ: Γραμματοσήμανα όλες τις ευχετήριες κάρτες πριν τις στείλω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Колот (имя) — У этого термина существуют и другие значения, см. Колот. Колот греческое Род: муж. Уменьш. формы: Колоша Иноязычные аналоги: англ.  …   Википедия

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] …   Dictionary of Greek

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”